- κενεών
- κενεών, -ῶνος, ὁ (ΑΜ)κοιλότητα ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.)αρχ.1. το κοίλωμα μεταξύ τών πλευρών και τού ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες2. κενό διάστημα μέσα σε πλήθος («γενομένου διαστήματος ἦλθε κατά μέσον τον κενεῶνα», ΠΔ)3. φρ. ιατρ. «οἱ κενεῶνες τοῡ περιτοναίου» — οι κοιλότητες τού περιτοναίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κενός + επίθ. -εών που απαντά συν. σε ονόματα τόπου (πρβλ. δαφν-εών αλλά και σε ονόματα που έχουν σχέση με μέρη τού σώματος (πρβλ. ποδ-εώ)].
Dictionary of Greek. 2013.